πιγκουίνος

πιγκουίνος
ο
(λ. γαλλ.), είδος πουλιού, αλλιώς απτηνοδύτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιγκουίνος — Πτηνό με φτερούγες τελείως ακατάλληλες για πτήση, της οικογένειας των Σφηνισκιδών, μοναδικής τάξης των σφηνισκόμορφων. Οι π. διαφέρουν ουσιαστικά από όλα τα άλλα πουλιά, λόγω ανατομικών ιδιοτυπιών και συνηθειών. Τα κάτω άκρα, που βρίσκονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… …   Dictionary of Greek

  • πινγκουίνος — ο, Ν βλ. πιγκουίνος …   Dictionary of Greek

  • απτηνοδύτης — Βλ. λ. πιγκουίνος …   Dictionary of Greek

  • Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”